Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Απουσία


Τώρα που έχουμε χαθεί και οι δρόμοι μας χωρίσαν
στέλνω μέσα απ' την ψυχή μου μια ευχή να σ' οδηγεί,
να' σαι πάντοτε καλά κι αν τα μάτια σου δακρύσαν
πες πως ήτανε σταγόνες που είχε στείλει η βροχή.
Να φυλάγεσαι απ' αυτούς που τη νιότη σου ζηλεύουν
από ανθρώπους που κλαδεύουν ότι έχει ομορφιά,
κι όποτε της απονιάς κύματα σε κυριεύουν
θα' μαι κάπου εκεί τριγύρω να μη νιώθεις μοναξιά.

Κι αν οι φίλοι σε ρωτούν πως περάσαμε οι δυο μας
να τους πεις ότι αξέχαστος θα μείνει ο καιρός,
πως γελούσαμε πολύ, ήπιαμε όλο το όνειρό μας
και για κάθε μας στιγμή ο χρόνος ήτανε μικρός.
Όμως τίποτα μην πεις αν ρωτήσουνε τους λόγους
που χωρίσανε το νήμα που μας έδενε μαζί,
ρίξ'το στην κακιά στιγμή που έφερε έντονους διαλόγους
πες πως ήτανε μια απόφαση κουτή και βιαστική.

Κι εγώ πάντα θα κοιτώ απ' το μπαλκόνι μήπως φτάσεις
να ξυπνήσεις πάλι τ' όνειρο που έμεινε μισό,
στο μυαλό μου μια φωνή λέει πως δεν θα με ξεχάσεις
και πως θες έστω για λίγο να με δεις όπως κι εγώ.
Μα αν τα νιάτα μου χαθούν μείνει τ' όνειρο κρυμμένο
πες πως τα δωσα αντάλλαγμα σε ότι αγαπώ,
θα' μαι πάντοτε εδώ, πάντα θα σε περιμένω
κάθε βράδυ την μορφή σου μες την σκέψη συναντώ.

Κατάρα

Σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό βρίσκομαι πάλι
με αναμνήσεις που βασανίζουν το μυαλό,
οι σκέψεις μοιάζουμε μ' ένα αδειανό μπουκάλι
από ποτό που χύθηκε προτού να πιω.
Σ' ένα κελί των ξεχασμένων μου ονείρων
σε μια απέραντη της λήθης φυλακή,
είμαι καλά μα έχω την όψη των μαρτύρων
ψάχνω κι εγώ τη θέωση την μυστική.

Θέλω να τρέξω μακρυά από ανθρώπους
από γυναίκες, νέους, γέρους και παιδιά,
να μείνω για πάντα σε βουνά και άγιους τόπους
κι εκεί η καρδιά μου ίσως βρει τη γιατρειά.
Θέλω να τρέξω μακρυά απ' τα λημέρια
που κρατούσαν τ' όνομά μου στα σκαλιά,
να μείνω για πάντα σε νησιά με καλοκαίρια
σε μια απέραντη θαλάσσια αγκαλιά.

Σ' ένα καράβι της ζωής ναυαγισμένο
με λόγια ναύτες στα πέλαγα της ηδονής,
κάποια γαλέρα να περάσει περιμένω
μήπως και φύγω μα δεν φάνηκε κανείς.
Σε μια χορδή της χαμένης μου κιθάρας
ρίχνω το βλέμμα μου μήπως και βρω
ξόρκια να διώξω την ενέργεια της κατάρας
που με κυνήγησε από παιδί μικρό.

Μπαλάντα για ένα αστέρι

Ένα παλιό τραγούδι των ανέμων
που λένε οι τροβαδούροι στο Βορρά,
σα μάρτυς μυστικών και ξεχασμένων,
σα χάδι, σαν ψιθύρισμα στ'αυτιά,

λέει πως ήταν κάποτε ένα αστέρι
που ζήλεψε το φως του φεγγαριού
και πήγε μοναχό για να το φέρει,
να γίνει ο αφέντης του ουρανού.

Μα αυτός που διαφεντεύει την Σελήνη
σαν άκουσε αυτό που του ζητά,
του μήνυσε το φως πως δεν του δίνει
τον τιμωρεί στο σκότος να γυρνά.

Τις νύχτες μες το νου σου αν τριγυρίζει
σα θρήνος κάποιος αναστεναγμός,
δεν είναι απ'τον αγέρα που σφυρίζει
μα από το άστρο που δεν έχει φως.

Κι αν κάποτε θελήσεις να πετάξεις
του γερακιού μην κλέψεις τα φτερά,
δικά σου δυνατά πρέπει να φτιάξεις
για να σε πάνε μόνα τους ψηλά.

Για το άστρο να θυμάσαι την μπαλάντα
που ζήλεψε τη λάμψη ενός Θεού
και έχασε ότι αγαπά για πάντα,
στης νύχτας δεν πλανιέται πια τον ρου.